Το αργεντίνικο τάνγκο γεννήθηκε στους δρόμους του Μπούενος Άιρες. Στα μέσα του 1800, οι αφρικανοί σκλάβοι της περιοχής συγκεντρώνονταν και εκφράζονταν μέσω αυτού του χορού – μάλιστα λέγεται ότι αρχικά χορευόταν αποκλειστικά από άντρες, λόγω του ότι θεωρούνταν αρκετά προκλητικός. Αργότερα υιοθετήθηκε από τα κορίτσια των οίκων ανοχής, που γήτευαν τους πελάτες τους μέσα από τον αισθησιασμό τους. Όταν το 1880 εμφανίστηκε το μπαντοντεόν, ένα νέο μουσικό όργανο στην ευρωπαϊκή κοινότητα, τότε άρχισαν να γράφονται τραγούδια με πολύ ιδιαίτερους στίχους, σαν μικρές ιστορίες, που σημάδεψαν την εξέλιξη του είδους και έδωσαν στο τάνγκο το κύρος που του έλειπε. Κι έτσι γρήγορα απέκτησε φανατικούς οπαδούς σε όλη την Ευρώπη. Η μουσική του τάνγκο είναι εξαιρετική και πολλοί μεγάλοι συνθέτες έχουν γράψει περίφημα κομμάτια, που θα σας συγκινήσουν βαθιά.

Ο καβαλιέρος αποφασίζει, με το ρυθμό της μουσικής πλάι του, ποια θα είναι η επόμενη κίνηση και η ντάμα δεν μπορεί παρά να “ακούσει” και να ακολουθήσει. Κάτι που χαρακτηρίζει, επίσης, το αργεντινικο τάνγκο είναι ότι είναι ένας αυτοσχέδιος χορός. Αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχουν συγκεκριμένες κινήσεις και το μόνο που απαιτεί είναι να υπάρξει επικοινωνία του ζευγαριού, μέσα από την αγκαλιά.

Όλος ο χορός στηρίζεται στην καλή ισορροπία του σώματος και στο περπάτημα, με κάποιον άλλον όμως. Όταν περπατάω μαζί με κάποιον σημαίνει ότι όταν σταματάει ο ένας, σταματάει και ο άλλος και όταν ξεκινάει ο ένας, ξεκινάει και ο άλλος. Επίσης, πριν γίνει η αγκαλιά είναι σημαντικό να έχει βρει ο καθένας τον άξονα ισορροπίας του, για να μπορέσει να έχει τον έλεγχο του σώματος του οποιαδήποτε στιγμή. Αυτά επίσης συμβάλλουν στη σωστή στάση του σώματος, όχι μόνο στο τανγκό αλλά και στην καθημερινότητα.

Αυτό που απαιτεί ο συγκεκριμένος χορός είναι αγάπη για το είδος αυτό και επικοινωνία μεταξύ των ζευγαριών. Από την μια πλευρά ο καβαλιέρος να σέβεται την ντάμα του και να προσπαθεί να της δώσει ξεκάθαρα τις κινήσεις και από την άλλη η ντάμα να προσπαθεί να είναι όσο πιο χαλαρή μπορεί για να τον ακολουθήσει.